Η ιστορία του Ιράν

Η ιστορία του αρχαίου Ιράν

Η ιστορία του Ιράν είναι μία από τις παλαιότερες στον κόσμο και χρονολογείται περίπου από το 9000 π.χ σύμφωνα με στοιχεία και ενδείξεις που αποδεικνύουν την παρουσία ανθρώπινης ζωής και των πρώτων ανθρώπινων πολιτισμών σε διάφορα μέρη του Ιρανικού οροπεδίου.

Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. κατοικούνταν από Πέρσες και Μήδους. Οι πρώτοι επικράτησαν και με επικεφαλής τη δυναστεία των Αχαιμενιδών δημιούργησαν μια αχανή αυτοκρατορία που έφτασε στα όρια της ακμής της τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, και εκτεινόταν από τη Μικρά Ασία έως τον ποταμό Ινδό.

Την περίοδο 499-449 π.Χ. οι Πέρσες συγκρούστηκαν με τους Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου Πελάγους. Το διάστημα 356-323 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να επιβληθεί του Πέρση “Μεγάλου Βασιλέα” Δαρείου Γ’ και να κατακτήσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Η κυριαρχία των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρξε πρόσκαιρη και μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, η περσική δυναστεία των Πάρθων επικράτησε σε ολόκληρη την περιοχή. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ., τη δυναστεία των Πάρθων τη διαδέχτηκε αυτή των Σασσανιδών.

Οι μουσουλμάνοι Άραβες κατέλυσαν το περσικό βασίλειο τον 7ο αιώνα και από τότε σταδιακά ξεκίνησε ο εξισλαμισμός της περιοχής. Η περιοχή καταλήφθηκε δύο φορές πρόσκαιρα από τους Μογγόλους, το 13ο και το 14ο αιώνα.

Η Μεσαιωνική περίοδος

Μετά την εξάπλωση του ισλαμισμού στην Περσία, οι περισσότερες πόλεις της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, εκτός από τις επαρχίες της Κασπίας Θάλασσας και την Υπερωξιανή, προσχώρησαν στο νέο καθεστώς. Αρκετές επαρχίες στο Ιράν αρχικά αντιστάθηκαν στους Άραβες κατακτητές, αν και καμία δεν κατάφερε τελικά να τους απωθήσει. Όταν όμως η επικράτηση των Αράβων ήταν οριστική, αρκετές πόλεις στασίασαν, σκοτώνοντας τους κυβερνήτες, για να επανέλθει η τάξη με την αποστολή ενισχύσεων.

Η μετάβαση του Ιράν στον Ισλαμισμό ήταν γενικά μία σύνθετη διαδικασία και θεωρείται ότι έγινε σταδιακά, χωρίς ιδιαίτερη χρήση βίας. Μέχρι τον 9ο αιώνα, το Ισλάμ ήταν πλέον η επικρατούσα θρησκεία στην Περσία και οι αλλαγές που επέφερε στον πολιτισμό και τη ζωή των Ιρανών ήταν σημαντικές.

Κατά την περίοδο παρακμής του Πατριαρχικού Χαλιφάτου, παρατηρείται η ανάδυση ανεξάρτητων και ημι-ανεξάρτητων δυναστειών σε διάφορα μέρη της Περσίας. Σε κοινωνικό επίπεδο, οι Άραβες κατήργησαν το ταξικό κοινωνικό σύστημα των Σασσανιδών, ενώ αργότερα, κυρίως κάτω από την εξουσία των Ομαγιαδών, αναπτύχθηκε μία άλλη μορφή διακρίσεων και αποκλεισμού των μη-Αράβων. Όμως, το 822, ο κυβερνήτης του Χορασάν, Ταχίρ, διακήρυξε την ανεξαρτησία του και ίδρυσε τη νέα περσική δυναστεία των Ταχιριδών. Μέχρι την εποχή των Σαμανιδών, οι προσπάθειες του Ιράν για ανάκτηση της ανεξαρτησίας του ήταν πλέον γόνιμες.

Η πολιτιστική αναγέννηση της ύστερης των Αββασιδών περιόδου οδήγησε στην αναβίωση μίας εθνικής ιρανικής ταυτότητας. Το κίνημα αυτό έφτασε στην ακμή του κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα, με πιο γνωστό αποτέλεσμα τη συνέχιση της περσικής γλώσσας, επίσημης γλώσσας του Ιράν ακόμα και σήμερα. Ο Φερντουσί, ο μεγαλύτερος επικός ποιητής της χώρας, θεωρείται σήμερα ως η πιο σημαντική μορφή στην επιβίωση της περσικής γλώσσας. Μετά από μία περίοδο καταστολής, το ιρανικό στοιχείο επανέκαμψε ως ένα ιδιαίτερο, διαφορετικό και διακριτό στοιχείο μέσα στο Ισλάμ.

Τον 13ο αιώνα ο Μογγόλος Τζένγκις Χαν κατέκτησε το Ιράν, και οι μογγολικές δυναστείες το κυβέρνησαν για περίπου δύο αιώνες. Στην πορεία η Περσία ενώθηκε από τον Αμπού Σαΐντ σε ενιαία πολιτική οντότητα το 1452, όμως τα επόμενα χρόνια κατακτήθηκε για λίγα έτη από τους Οθωμανούς Τούρκους. Με το σάχη Ισμαήλ Α’ τερματίστηκε η οθωμανική εξουσία, και η περιοχή έγινε και πάλι ανεξάρτητη (1502-1736). Την εποχή εκείνη το Σιιτικό δόγμα καθιερώθηκε ως επίσημο. Τον 18ο αιώνα η Περσία γνώρισε τις επιβουλές της Οθωμανικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που προσπαθούσαν να προσαρτήσουν τμήματά της, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ επί σάχη Ναδίρ Α’ ισχυροποιήθηκε η θέση της χώρας. Τον 19ο αιώνα η Ρωσία και η Βρετανική Αυτοκρατορία προσπαθούσαν να θέσουν την Περσία υπό τη σφαίρα επιρροής τους. Η ηγεμονική πολιτική αυτών των δυνάμεων έγινε πιο έντονη όταν το 1908 ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου.

Σύγχρονη ιστορία

Το 1925 ο Ρεζά Σαχ Χαν Μιρπάντζ με πραξικόπημα ανέτρεψε την παρακμάζουσα δυναστεία των Καζάρων και ονομάστηκε σάχης. Η διακυβέρνησή του προώθησε την εκβιομηχάνιση της χώρας, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τις κατασκευές, αλλά και την καθιέρωση ενός εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Ρεζά προσπάθησε να διατηρήσει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην επιρροή της Βρετανίας και τη Ρωσίας στη χώρα, αλλά με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κληρονομικοί του δεσμοί με τη Γερμανία προκάλεσαν την επιφύλαξη των Βρετανών και των Ρώσων. Το 1941 οι δύο αυτές χώρες ως σύμμαχοι κατέλυσαν τη χώρα με στόχο να χρησιμοποιήσουν το σιδηροδρομικό δίκτυο μεταφορών κατά τον πόλεμο, προκαλώντας παράλληλα την παραίτηση του σάχη υπέρ του γιου του, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.

Το 1951, ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ εκλέχθηκε πρωθυπουργός. Μετά την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας στη χώρα, η δημοτικότητά του αυξήθηκε έντονα. Η Βρετανία, με την πρωθυπουργία του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ως αντίδραση επέβαλε εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο, βρίσκοντας σύμμαχο και τις ΗΠΑ, σε μία μυστική επιχείρηση ανατροπής του Μοσαντέκ. Με εντολή του πρόεδρου των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, η επιχείρηση Αίας ξεκίνησε, προκαλώντας τελικά τη σύλληψη του Μοσαντέκ τον Αύγουστο του 1953. Το πραξικόπημα αυτό αποτελεί την πρώτη φορά κατά την οποία οι ΗΠΑ ανέτρεψαν μία ξένη, δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Μετά την κατάλυση του πρωθυπουργού, η διακυβέρνηση του Παχλαβί έγινε ιδιαίτερα αυταρχική, και με τη βοήθεια των ΗΠΑ, ο σάχης κατάφερε να εκσυγχρονίσει τις υποδομές της χώρας, αλλά παράλληλα επιβλήθηκε σε όλες τις μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης με την πανίσχυρη εθνική μυστική υπηρεσία Σαβάκ.

Στις 2 Μαΐου του 1961, χιλιάδες Ιρανοί καθηγητές και φοιτητές διαδήλωσαν μπροστά στο κτίριο του Κοινοβουλίου στην Τεχεράνη απαιτώντας αυξήσεις μισθών πέραν εκείνων που πρόσφερε η κυβέρνηση. Στα αιτήματα των διαδηλωτών δεν ήταν μόνο οι αυξήσεις, αλλά και οι καταγγελίες για όργιο νοθείας στις εκλογές του Ιανουαρίου, ενώ ένα όνομα ακουγόταν συχνά από το πλήθος: εκείνο του πρώην πρωθυπουργού Μοσαντέκ. Η αστυνομία απάντησε με καταιγισμό πυρών. Όταν σίγησαν τα όπλα, ένας καθηγητής ήταν νεκρός και τρεις βαριά τραυματισμένοι. Την επομένη το πλήθος που συγκεντρώθηκε ήταν ακόμα μεγαλύτερο -ξεπερνούσε τα 30.000 άτομα- και στις 5 Μαΐου η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.

Ενεργός κριτής της επονομαζόμενης «λευκής επανάστασης» του σάχη έγινε ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ο οποίος αποκήρυξε δημόσια την εξουσία του σάχη. Ο Χομεϊνί συνελήφθη και φυλακίστηκε για 18 μήνες, και μετά την αποφυλάκισή του το 1964 άσκησε έντονη δημόσια κριτική στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ο σάχης υποχρεώθηκε να τον εξορίσει αρχικά στην Τουρκία, στη συνέχεια στο Ιράκ, και τελικά στη Γαλλία, χωρίς όμως να αλλάξει τη δημόσια κριτική που ασκούσε.
Η Ιρανική Επανάσταση, ή αλλιώς γνωστή ως Ισλαμική επανάσταση, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1978, με τις πρώτες μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην εξουσία του σάχη. Μετά από συνεχόμενες απεργίες και διαμαρτυρίες που παρέλυαν την οικονομία της χώρας, ο σάχης εγκατέλειψε το Ιράν τον Ιανουάριο του 1979, και ο Αγιατολάχ Χομεϊνί επέστρεψε στην Τεχεράνη από την εξορία. Η δυναστεία των Παχλαβί κατέρρευσε δέκα ημέρες αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου, όταν ο στρατός του Ιράν παρέμεινε ουδέτερος στην πολιτική διαμάχη, μετά από συρράξεις ανταρτών και στρατιωτών πιστών στο σάχη. Την 1η Απριλίου του 1979, το Ιράν έγινε και επίσημα ισλαμική δημοκρατία με τη διεξαγωγή εθνικού δημοψηφίσματος.

Το Δεκέμβριο του 1979, η χώρα ενέκρινε το σύνταγμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας με το οποίο ο Χομεϊνί έγινε ανώτατος αρχηγός της χώρας. Η ταχύτητα και η επιτυχία της επανάστασης προκάλεσε εντύπωση σε όλο τον κόσμο, καθώς δεν συνοδεύτηκε από πολεμικές αποτυχίες, οικονομική κρίση ή αγροτική επανάσταση.
Οι σχέσεις του Ιράν με τις ΗΠΑ διαβρώθηκαν ταχύτατα κατά την επανάσταση, καθώς στις 4 Νοεμβρίου του 1979 μία ομάδα Ιρανών φοιτητών κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη. Με το επιχείρημα ότι η CIA προσπάθησε να ανατρέψει τη νέα κυβέρνηση του Ιράν, κράτησαν ομήρους το προσωπικό της πρεσβείας, ενώ ο Χομεϊνί, αν και δεν είχε εμπλακεί στην υλοποίηση της κατάληψης, υποστήριξε τους φοιτητές μετά την επιτυχία τους. Αν και οι περισσότεροι από τους ομήρους -κυρίως γυναίκες και αφροαμερικανοί- απελευθερώθηκαν τους πρώτους μήνες της κατάληψης, οι υπόλοιποι 52 όμηροι κρατήθηκαν για συνολικά 444 ημέρες. Η κυβέρνηση του Τζίμι Κάρτερ προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση των Αμερικανών πολιτών, αλλά τελικά η ομηρία έληξε τον Ιανουαρίου του 1981 με τη διακήρυξη του Αλγερίου.

Ο απόηχος της ιρανικής επανάστασης φαινομενικά προκάλεσε χάος και αποσυντονισμό στο κράτος του Ιράν, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο ηγέτης του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, παράλληλα με τη δυσαρέσκεια του δυτικού κόσμου. Ο κάποτε ισχυρός ιρανικός στρατός είχε διαλυθεί κατά την επανάσταση και ο Χουσεΐν επιθυμούσε την επέκταση των προσβάσεων του στον Περσικό κόλπο. Ο ιρακινός στρατός εισέβαλε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1980 στο ιρανικό Χουζεστάν, ξεκινώντας έτσι τον πόλεμο Ιράκ- Ιράν.

Αν και οι ιρακινές δυνάμεις είχαν αρκετές πρώιμες επιτυχίες και ανάπτυξη, οι ιρανικές δυνάμεις κατάφεραν μέχρι το 1982 να τις απωθήσουν ξανά στα αρχικά σύνορα. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμη 6 χρόνια, μέχρι το 1988, όταν ο Χομεϊνί συμφώνησε σε μία συμφωνία ανακωχής με τη διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών. Οι συνολικές απώλειες του Ιράν εκτιμώνται μεταξύ 500.000 και 1 εκατομμυρίου ανθρώπων, με περισσότερους από 100.000 Ιρανούς να είναι θύματα χημικών όπλων του Ιράκ.

Μετά τον πόλεμο, ο πρόεδρος Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί και η κυβέρνησή του επικεντρώθηκαν σε μία ρεαλιστική πολιτική ανοικοδόμησης της χώρας και ενδυνάμωσης της οικονομίας, διατηρώντας την ιδεολογία της επανάστασης. Ο Ραφσαντζανί υπηρέτησε μέχρι το 1997 και τον διαδέχθηκε ο μετριοπαθής Μοχάμεντ Χαταμί. Στις δύο θητείες του, ο Χαταμί υποστήριξε την ελευθερία της έκφρασης, την κοινωνική ανοχή και την κοινωνία των πολιτών, καλλιέργησε διπλωματικές σχέσεις με άλλες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, και εφάρμοσε μία οικονομική πολιτική που υποστήριζε την ελεύθερη αγορά και τις ξένες επενδύσεις. Στις προεδρικές εκλογές του 2005, το Ιράν έκανε μία ακόμα αλλαγή κατεύθυνσης, όταν ο συντηρητικός λαϊκός υποψήφιος Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ εκλέχθηκε πρόεδρος νικώντας τον Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί. Στις προεδρικές εκλογές του 2009 ο Αχμαντινετζάντ επανεξελέγη με 62% έναντι 34% του φιλελεύθερου αντιπάλου Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε το www.icro.ir